- σοσιαλισμός
- Σε ευρύτατη έννοια περιλαμβάνει κάθε σύστημα στο οποίο υπερισχύουν οι απαιτήσεις της κοινωνίας σε αντίθεση προς τις ατομιστικές τάσεις, που χαρακτηρίζουν το φιλελευθερισμό. Σε στενότερη όμως έννοια ταυτίζεται με το μαρξισμό, ενώ ανάλογες σχέσεις (δηλαδή σχέσεις κατά ένα μέρος ταύτισης και κατά ένα μέρος διάκρισης, ανάλογα με τις ιστορικές συνθήκες) τον συνδέουν με τον κομμουνισμό, με τον οποίο έχει κοινή ιστορική καταγωγή τουλάχιστον ως τη B’ Διεθνή (1889). Στην τρέχουσα πολιτική γλώσσα ο όρος χρησιμοποιείται κατά πολύ διαφορετικούς τρόπους: «Σοσιαλιστικές χώρες» ονομάζονταν τα κράτη της ανατολικής Ευρώπης και της Ασίας, που οι κυβερνήσεις τους προέρχονταν από κομμουνιστικά κόμματα· «σοσιαλιστικές κυβερνήσεις» όμως ονομάζονται και κυβερνήσεις της βόρειας Ευρώπης, που διευθύνονται από σοσιαλδημοκράτες και αυτό ακόμα το αγγλικό Εργατικό κόμμα διεκδικεί τον τίτλο.
Η λέξη σ. αρχίζει να χρησιμοποιείται γύρω στα 1830 και πρώτος τη χρησιμοποίησε ο Πιερ Λερού, που ονειρεύεται να πραγματοποιήσει, μέσα στις προοπτικές του Σαιν-Σιμόν, τη συμφιλίωση της παράδοσης και της επανάστασης. Μιλάμε βέβαια και για «σοσιαλισμό» του Πλάτωνα ή του Κοντορσέ, αλλά μόνο σε μεταφορική έννοια. Οπωσδήποτε οι σοσιαλιστικές διεκδικήσεις, που εμφανίζονται καθαρά στην Ελλάδα του 5ου αι. π.Χ. και τις συναντούμε κατά διαστήματα σε διάφορες κοινωνίες γίνονται συνειδητότερες στο 19o αι. Ο πολιτικοηθικός αγώνας για μια κοινωνική οργάνωση πιο δίκαιη δεν αποχτά συνείδηση των πραγματικών στόχων του παρά μόνο όταν η τεχνική και επιστημονική εξέλιξη της ανθρωπότητας δημιούργησε τους οικονομικούς σχηματισμούς, που πήγαιναν να τροποποιήσουν ριζικά την ίδια τη φύση της ανθρώπινης κοινωνίας. Όταν ο βιομηχανικός καπιταλισμός αρχίζει να αναπτύσσεται, ανακαλύπτεται σαφέστερα η ρίζα της κοινωνικής αδικίας. Με το Μαρξ και το Λένιν -που διεκδικούν την πατρότητα ενός επιστημονικού σ. - ο αγώνας για το σ. περνά από το στάδιο της διεκδίκησης στο στάδιο μιας αντικειμενικής γνώσης και της πρακτικής που ανταποκρίνεται σ’ αυτήν. Αλλά, μολονότι, ο Μαρξ και ο Ένγκελς απομακρύνονται από τον ουτοπικό σ., που είχε προηγηθεί των δικών τους θεωρητικών και πολιτικών θέσεων, ο επιστημονικός σ. τους τροφοδοτείται από μια παράδοση, που δεν μπορούν να αγνοήσουν. Μπορεί να ειπωθεί ότι ο σ. αρνείται την υπάρχουσα κοινωνική οργάνωση, επικρίνει τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η εξουσία και η διοίκηση, αλλά επίσης και η οικογένεια και η εκπαίδευση και ο καταμερισμός της εργασίας και ο τρόπος κατανομής των αγαθών και ότι προτείνει μεθόδους (επαναστατικές ή μεταρρυθμιστικές) για την οικοδόμηση ενός κοινωνικού σχηματισμού διαφορετικού από αυτόν που υπάρχει. Αυτό που ονομάστηκε σοσιαλισμός από το 1830 και ύστερα χαρακτηρίζεται ως η μόνη ορθολογιστική λύση των κοινωνικών αντιφάσεων. Από την εποχή του Σαιν-Σιμόν, ο σ. διαπιστώνει την ύπαρξη κοινωνικών διαρθρώσεων, που προσπαθούν να διαιωνίσουν με διάφορα μέσα το καθεστώς της μοναρχίας και του θείου δίκαιου και να τα συμβιβάσουν με την οικονομική πραγματικότητα που δημιούργησε η βιομηχανική παραγωγή και με το κοινωνικό πρότυπο που η τελευταία επιβάλλει. Σύμφωνα με την άποψή του, η κατάσταση που παρουσιάζεται είναι παράλογη: από το ένα μέρος βρίσκονται αυτοί που κατέχουν την εξουσία και μπορούν να παίρνουν αποφάσεις - οι βασιλιάδες, οι εκκλησιαστικοί ηγέτες, οι ανώτεροι λειτουργοί της δημόσιας εκπαίδευσης, οι αρθρογράφοι των εφημερίδων της μόδας - οι οποίοι, σε τελευταία ανάλυση, εκτός από την ανεξέλεγκτη δύναμη καταστολής που διαθέτουν, δεν παίζουν κανένα ουσιαστικό ρόλο στην πραγματική εξέλιξη της κοινωνίας. Από το άλλο μέρος, βρίσκονται οι σοφοί, οι επιστήμονες, οι τεχνικοί, οι πραγματικοί καλλιτέχνες - υποχρεωμένοι να υποτάσσονται και να σιωπούν. Ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο στρατόπεδα πρέπει κανείς να διαλέξει: η λογική επιβάλλει να διαλέξει το δεύτερο.
Η εκλογή υπέρ του σ. είναι λοιπόν εκλογή υπέρ της κοινωνίας και εναντίον του συμφέροντος των ατομικών προνόμιων. Το να είναι κανείς σοσιαλιστής σημαίνει να θέλει τη σοσιαλιστικοποίηση μιας κοινωνίας, που τα δράματα της ιστορίας έχουν ατομικοποιήσει και κατακερματίσει στον έσχατο βαθμό.
Κατά διαφορετικό τρόπο αντιλαμβάνονται τον αγώνα κατά της αδικίας και των κοινωνικών αντινομιών, άλλοι απολογητές του σ.: δεν αναφέρονται στη λογική, αλλά στα δικαιώματα της ανθρώπινης φύσης. Είναι οι θεωρητικοί του ουτοπικού σ., οι οποίοι, εναντίον του παραλογισμού και της αυθαιρεσίας, που αντιπροσωπεύει η υπάρχουσα κοινωνική διάρθρωση, θέλουν να επιβάλουν τα απαράγραπτα δικαιώματα του κοινωνικού ανθρώπου. Έτσι ο ουτοπισμός θέλησε να δημιουργήσει ιδεώδεις κοινωνίες, μέσα στις οποίες καμιά σύγκρουση υλικών συμφερόντων δεν μπορεί να παρουσιαστεί, όπου όλα τα ζητήματα οργάνωσης έχουν ρυθμιστεί εκ των προτέρων, σύμφωνα με τις ανάγκες και τις απαιτήσεις της ανθρώπινης φύσης. Η ζωή βέβαια απόδειξε ότι η θεωρία, αλλά και η προσπάθεια των ουτοπιστών να δημιουργήσουν τις ιδανικές τους πολιτείες έπεσε στο κενό. Κι αυτό γιατί οι ουτοπιστικές σοσιαλιστικές θεωρίες στηρίζονται περισσότερο στις υποκειμενικές διαθέσεις των ανθρώπων και λιγότερο στη λειτουργία των νόμων, που διέπουν την ιστορική πορεία της ανθρωπότητας.
Νέα ερμηνεία των κοινωνικών φαινόμενων και νέες σοσιαλιστικές λύσεις προτείνει ο επιστημονικός σ. των Μαρξ και Ένγκελς, φιλοσοφικό υπόβαθρο του οποίου είναι ο ιστορικός υλισμός και η κινητήρια δύναμη για τον κοινωνικό μετασχηματισμό η πάλη των τάξεων, που αποτελεί ιστορικό νόμο. «Η ιστορία κάθε κοινωνίας μέχρι σήμερα», υποστηρίζεται στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, «είναι η ιστορία της πάλης των τάξεων». Σύμφωνα εξάλλου, με την προοπτική του ιστορικού υλισμού, ο σ. είναι ο τελευταίος ιστορικός σταθμός, που ανοίγει το δρόμο για την αταξική κοινωνία του μέλλοντος. Ο καπιταλισμός, «κοινωνικοποιώντας» την παραγωγή, αποκάλυψε το χαρακτήρα των ταξικών σχέσεων και έκανε τον εργάτη να συνειδητοποιήσει την εκμετάλλευση του προλετάριου από τον ιδιοκτήτη των μέσων παραγωγής. Οι δύο ανταγωνιστικές τάξεις, η αστική και το προλεταριάτο, βρίσκονται σε ανοιχτό καθημερινό αγώνα μεταξύ τους, κι απ’ αυτές η πρώτη προσπαθεί με όλα τα μέσα να διατηρήσει τις υπάρχουσες κοινωνικές σχέσεις, ενώ η άλλη, το προλεταριάτο, επιδιώκει το βαθύτατο μετασχηματισμό τους, έτσι που να ανταποκρίνεται στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Έτσι η εργατική τάξη δεν μπορεί να έχει άλλον αντικειμενικό σκοπό από την οριστική εξαφάνιση της ατομικής ιδιοκτησίας και δεν μπορεί να χειραφετηθεί η ίδια, χωρίς να χειραφετήσει ολόκληρη την κοινωνία. Η ολοκλήρωση της μαρξιστικής σοσιαλιστικής θεωρίας με το λενινισμό αποτελεί τη βάση της κοινωνικής φιλοσοφίας των κομμουνιστικών κομμάτων, που τα διαχωρίζει από τα σοσιαλιστικά κόμματα, ειδικότερα από τα κόμματα της σοσιαλδημοκρατίας.
Σοσιαλιστική συγκέντρωση στη Ρώμη το 1902. Το ιταλικό σοσιαλιστικό κίνημα έχει πολύχρονη παράδοση και θεωρείται ένα από τα ισχυρότερα της Δυτ. Ευρώπης.
Σοσιαλιστική διαδήλωση στο Μιλάνο τον Μάιο του 1898, πνίγεται στο αίμα από άντρες του τακτικού στρατού με επικεφαλής τον στρατηγό Μπάβα.
* * *ο, Ν1. σύστημα κοινωνικής οργάνωσης στο οποίο η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και η κατανομή τού εισοδήματος υπόκεινται στον κοινωνικό έλεγχο και εξαρτώνται λιγότερο από τη θέληση τών ατόμων, που αποσκοπούν στα δικά τους συμφέροντα, ή από τις δυνάμεις τής καπιταλιστικής αγοράς2. οι θεωρητικές αντιλήψεις και τα πολιτικά κινήματα που επιδιώκουν την εγκαθίδρυση και εφαρμογή τού παραπάνω συστήματος3. (κατά τη μαρξιστ. κοινων.) κοινωνικο-οικονομικός σχηματισμός θεμελιωμένος στη σοσιαλιστική ιδιοκτησία τών μέσων παραγωγής, στην κατάργηση τής εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο και στην κατανομή τών αγαθών ανάλογα με την ποσότητα, την ποιότητα και κοινωνική σημασία τής καταβαλλόμενης εργασίας με βάση την αρχή από τον καθέναν ανάλογα με τις ικανότητές του, στον καθέναν ανάλογα με την εργασία του, σχηματισμός που αποτελεί την πρώτη, κατώτερη βαθμίδα τής κομμουνιστικής κοινωνίας4. φρ. α) «ουτοπικός σοσιαλισμός»(σε αντιδιαστολή με τον επιστημονικό σοσιαλισμό) το σύνολο τών αντιλήψεων και θεωριών, που, εμπνεόμενες από τις αρχές τής κοινωνικής δικαιοσύνης, τής ισότητας και τής αδελφοσύνης, κήρυτταν την ανάγκη μιας νέας κοινωνικής συγκρότησης θεμελιωμένης στις αρχές αυτές, και πιο συγκεκριμένα τής αντικατάστασης τού καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, αφ' ενός, με την υπαγωγή τών μέσων παραγωγής στο έθνος, στο κράτος ή στην κοινότητα και, αφ' ετέρου, στη δίκαιη κατανομή τού εισοδήματοςβ) «επιστημονικός σοσιαλισμός» — όρος που χρησιμοποίησαν ο Μαρξ και ο Ένγκελς για να χαρακτηρίσουν, σε αντιδιαστολή με τον ουτοπικό σοσιαλισμό, το σύνολο τών δικών τους σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών αντιλήψεων, βασικές συνιστώσες τών οποίων είναι ο διαλεκτικός υλισμός, ο ιστορικός υλισμός και η μαρξιστική πολιτική οικονομίαγ) «συντεχνιακός σοσιαλισμός» — σοσιαλιστική κίνηση στην Αγγλία κατά την πριν από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο περίοδο, τής οποίας οι οπαδοί, αντλώντας τα πρότυπά τους από τις συντεχνίες τού Μεσαίωνα, επέκριναν το καπιταλιστικό σύστημα, διακήρυσσαν την ανάγκη άσκησης τού ελέγχου από τους παραγωγούς, επιδίωκαν την αυτοδιοίκηση στη βιομηχανία και διεκδικούσαν την παραχώρηση αυτονομίας στις βιομηχανικές οργανώσεις, στις Εκκλησίες, στα συνδικάτα, στους συνεταιρισμούς και στους δήμους, υποστηρίζοντας ότι καθεμία από τις λειτουργικές αυτές ομάδες έπρεπε να ασκεί τις ιδιαίτερες λειτουργίες της χωρίς έλεγχο εκ τών άνω και ότι η συνεργασία ανάμεσά τους θα αντικαθιστούσε την κρατική διεύθυνση, ενώ το κράτος θα ήταν μια λειτουργική ομάδα σαν όλες τις άλλες και δεν θα ασκούσε συνολική κυριαρχίαδ) «φαβιανός σοσιαλισμός» — οι αντιλήψεις και η κίνηση τής λεγόμενης Φαβιανής Εταιρείας που συγκροτήθηκε το 1880 στην Αγγλία από νεαρούς ριζοσπάστες διανοουμένους, μεταξύ τών οποίων ήταν και ο διάσημος συγγραφέας Τζωρτζ Μπέρναρντ Σω, οι οποίοι διαμόρφωσαν μια εξελικτική και μετριοπαθή μορφή σοσιαλισμού, πιστεύοντας στο αναπόφευκτο τής μετάβασης σ' αυτήν, χωρίς όμως να αναπτύξουν κανένα μαζικό κίνημα και περιοριζόμενοι στην παροχή συμβουλών στους φορείς τής εξουσίας για τον μετασχηματισμό τής κοινωνίαςε) «σοσιαλισμός τής αγοράς»(κοινων.-οικον.) οικονομικο-πολιτικό σύστημα το οποίο αποτελεί συμβιβασμό μεταξύ σοσιαλιστικού κεντρικού κυβερνητικού σχεδιασμού και ελεύθερης οικονομίας και κατά το οποίο οι επιχειρήσεις είναι μεν κρατικές αλλά η παραγωγή και η κατανάλωση καθοδηγούνται από τους κανόνες και τις δυνάμεις τής ελεύθερης αγοράς και όχι από τον κυβερνητικό σχεδιασμό, αλλ. φιλελεύθερος σοσιαλισμόςστ) «σοσιαλισμός τού τρίτου κόσμου» ή «τριτοκοσμικός σοσιαλισμός» — καθεμία από τις μορφές εφαρμογής σοσιαλιστικού πειράματος σε χώρες τής Αμερικής, τής Αφρικής και τής Ασίαςζ) «υπαρκτός σοσιαλισμός»(πολ.) το κοινωνικο-οικονομικό και πολιτικό σύστημα που υπήρχε στη Σοβιετική Ένωση και στις ανατολικο-ευρωπαϊκές χώρες πριν από τη διάλυση τής ΕΣΣΔ, καθώς και το σύνολο τών χωρών αυτών, όπου υπήρχε το σύστημα αυτό ώς την κατάργησή του.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. socialisme < social «κοινωνικός» (< λατ. socialis < socius «σύντροφος») + κατάλ. -isme (βλ. -ισμός). Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στην Εφημερίδα τού λαού].
Dictionary of Greek. 2013.